- ιδρυματισμός
- ο [ίδρυμα](ψυχολ. -ιατρ.) το σύνολο τών σωματικών και ψυχικών εκδηλώσεων που εμφανίζονται μετά από παρατεταμένη παραμονή σε ίδρυμα περίθαλψης.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. Hospitalisme < hospital «νοσοκομείο»].
Dictionary of Greek. 2013.